-
1 сложить
сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω* * *1) δένω, ταχτοποιώсложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου
2) ( согнуть) διπλώνωсложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα
3) мат. προσθέτω -
2 складывать
складыва||тьнесоз.1. τακτοποιώ, βάζω μαζί:\складывать вещи (при отъезде) μαζεύω τα πράγματα μου·2. (составлять что-л.) κά(μ)νω, φτ(ε)ιάνω·3. (сгибать) διπλώνω:\складывать газету διπλώνω τήν ἐφημερίδα·4. мат προσθέτω.